- κίναδος
- κίναδος, -εος, τὸ (Α)1. η αλεπού («οἱ Σικελιῶται γὰρ τὴν ἀλώπεκα κίναδον προσαγορεύουσι», Σχόλ. Θεόκρ.2. μτφ. πανούργος, δόλιος άνθρωπος («οὕς σὺ ζώντας μέν, ὦ κίναδος, κολακεύων παρηκολούθεις», Δημοσθ.)3. θηρίο, τέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για λ. σικελικής προελεύσεως που συνδέεται πιθ. με τον τ. κνώδαλον].
Dictionary of Greek. 2013.